- οστρακοφόρος
- -ο, θηλ. και -α(για ζώα) αυτός που φέρει οστράκινο περίβλημα, κέλυφος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ostraco-phore (< όστρακο + -φόρος < φέρω). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.