οστρακοφόρος

οστρακοφόρος
-ο, θηλ. και -α
(για ζώα) αυτός που φέρει οστράκινο περίβλημα, κέλυφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ostraco-phore (< όστρακο + -φόρος < φέρω). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • όστρακο — Το σκληρό και ανθεκτικό κέλυφος, το οποίο περιβάλλει ολικά ή τμηματικά το σώμα διαφόρων ζώων και ιδιαίτερα των μαλακόστρακων και των μαλακίων. Βλ. λ. κοχύλι ή όστρακο. Όστρακον του 5ου π.Χ. αιώνα, με το όνομα του Θεμιστοκλή. (Αθήνα, Μουσείο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”